- ἱππαγρέται
- ἱππαγρέταιwho chosemasc nom/voc plἱππαγρέτᾱͅ , ἱππαγρέταιwho chosemasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππαγρέται — ἱππαγρέται, οι (Α) (στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀγρέται (< ἀγρέω)] … Dictionary of Greek
Гиппагреты — (΄Ίππαγρέται) так назывались в Спарте трое молодых людей, избиравшиеся эфорами из числа граждан, только что достигших 30 лет. Им поручалось выбрать каждому по сто доблестнейших юношей из среды еще не достигших 30 лет, при чем, во избежание… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἱππαγρετῶν — ἱππαγρέται who chose masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαγρέτης — ἱππαγρέται who chose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαγρέτου — ἱππαγρέται who chose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαγρέτας — ἱππαγρέτᾱς , ἱππαγρέται who chose masc acc pl ἱππαγρέτᾱς , ἱππαγρέται who chose masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek